- Ινδοευρωπαίος
- -αμέλος μεγάλης προϊστορικής φυλετικής ομάδας η οποία διασπάστηκε σε διάφορες εθνότητες με αντίστοιχη γλωσσική διάσπαση τής κοινής πρωτογλώσσας τους.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. εθν. όν. Indo-European].
Dictionary of Greek. 2013.