Ινδοευρωπαίος

Ινδοευρωπαίος
μέλος μεγάλης προϊστορικής φυλετικής ομάδας η οποία διασπάστηκε σε διάφορες εθνότητες με αντίστοιχη γλωσσική διάσπαση τής κοινής πρωτογλώσσας τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. εθν. όν. Indo-European].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Ινδοευρωπαίος — ο θηλ. αία άνθρωπος που ανήκει στην ομοεθνία, η οποία μιλά γλώσσες που κατάγονται από την ινδοευρωπαϊκή, ο Ινδογερμανός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ανίτα ή Αννίτα — Ινδοευρωπαίος πρίγκιπας. Κατά τη διάρκεια της 2ης χιλιετηρίδας, αφού υπέταξε τους Χετταίουςκαι ξεθεμελίωσε την πρωτεύουσά τους Χαττούσα, ίδρυσε τη Χετική αυτοκρατορία …   Dictionary of Greek

  • Πιζάνι — (Pisani). Αριστοκρατική βενετσιάνικη οικογένεια αβέβαιης καταγωγής –ίσως από την Πίζα–, πολλά μέλη της οποίας ανήλθαν σε υψηλότατα αξιώματα (εκκλησιαστικά, διπλωματικά, στρατιωτικά κ.ά.). Σπουδαιότεροι ήταν οι εξής: 1. Αλβίζε, (1663 – 1741).… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”